- προκατακόπτω
- προκατα-κόπτω,A cut up beforehand, Antiph.230.7: metaph., cut to pieces, massacre first,
πολλούς Eun.VSp.480B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλούς Eun.VSp.480B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατακόπτω — Α 1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων 2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»] … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek